- ευξήραντος
- -η, -ο (Α εὐξήραντος)(κυρίως για υγρά) αυτός που ξηραίνεται ή εξατμίζεται εύκολανεοελλ.αυτός τού οποίου η αξία δεν μειώνεται ή και αυξάνεται με την ξήρανση («η κορινθιακή σταφίδα είναι ευξήραντη»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξηραίνω].
Dictionary of Greek. 2013.